- πριμικήρης
- ὁ, Μβλ. πριμικήριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριμικήριος — ο, ΝΜ πριμικήρης Μ 1. (στο Βυζάντιο) ανώτατος τίτλος αξιωματούχου τού αυτοκρατορικού παλατιού 2. εκκλ. τίτλος τον οποίο έφεραν στη μεν Δύση οι προϊστάμενοι τού κατώτερου κλήρου, στη δε Ανατολή οι αξιωματούχοι τής Εκκλησίας, οι οποίοι συμμετείχαν… … Dictionary of Greek